- εαυτούλης
- (σου, του, της, μας, σας, τους) ирон. собственная персона;
τον ενδιαφέρει μόνο ο εαυτούλης του — его интересует только его собственная персона, он только о себе думает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον ενδιαφέρει μόνο ο εαυτούλης του — его интересует только его собственная персона, он только о себе думает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εαυτούλης — ο κοροϊδευτικά ο εαυτός, για να εκφράσει στενή εγωιστική αντίληψη … Dictionary of Greek
εαυτούλης — ο υποκορ. του εαυτός (βλ. λ.), σε στενά εγωιστική σημασία: Κοιτάει τον εαυτούλη του κι αδιαφορεί για όλα τα άλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… … Dictionary of Greek